- κλωνάριον
- κλωνάριονtwigneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλωναρίοις — κλωνάριον twig neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωναρίων — κλωνάριον twig neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωναρίῳ — κλωνάριον twig neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωνάρια — κλωνάριον twig neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωνάρι — Βλ. λ. κλάδος. * * * το, (ΑΜ κλωνάριον, Μ και κλωνάρι και κλωνάριν) μικρό κλαδί ή τρυφερός βλαστός («το σπαθί του εκρέμασεν εισέ δεντρού κλωνάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. μτφ. απόγονος, τέκνο κυρίως ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ εμεγάλωνε το… … Dictionary of Greek